Αλλοτινά κι αξέχαστα (Η γένεση της Πόβλας, ιστορία και θρύλοι κι άλλα διηγήματα
Τίτλος
Αλλοτινά κι αξέχαστα (Η γένεση της Πόβλας, ιστορία και θρύλοι κι άλλα διηγήματα
Συγγραφέας
ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Δ.
Τόπος έκδοσης
ΑΘΗΝΑ
Έτος έκδοσης
1985
Σχήμα
8ο
Σελίδες
217
Περιγραφή
ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Δ., Αλλοτινά κι αξέχαστα (Η γένεση της Πόβλας, ιστορία και θρύλοι κι άλλα διηγήματα. Αθήνα 1985, 8ο, σελ. 217 (έκδ. Η.Ε.Α. αρ. 55)
Θὰ πρἐπει ν’ ἀρχίσω ἀπὸ Δευκαλίωνος. Γιὰ τὴ σημασία τῶν ὀνομάτων Κούνδουρος, Κουντούρης, Κουντουριώτης, πού εἶναι Πελασγικὰ σημειώνουμε, γράφει ὁ Ἰακ. Θωμόπουλος στὰ “Πελασγικὰ” του, πώς σέ ἐπιγραφὴ τῶν Λυκίων Πελασγῶν ἀναγράφεται κύριον ὄνομα Κουδάρα, ἑλλην. Κοδάρας, πού ἐρμηνεύεται ἄρχων, κυδρός, Κόδρος. Ἀκόμα σὲ ἀρχαιότερες πελασγικές ἐπιγραφές ὄνομα Kuduru ἤ Kutur, ποὺ ἐρμηνεύεται ἄρχων, ἡγεμών, ἀπὸ τὰ πελασγικὰ θέματα ku = μέγας, ψηλὸς καὶ dar ἤ dur = ἄρχων κατὰ τὴ μετάφραση Ἀπολλωνίου τοῦ Ροδίου. Καθὼς καὶ Δἀρ-δανος (=στὴν Ἤπειρο λέμε ἀκόμα Ντάνος καὶ Ντάνης) πολυ-άρχης ἀπὸ τὸ dur = ἄρχων καὶ dan = πολύς. Μέ ἐπικὲς περιγραφές γύρω ἀπὸ τὴ σκληρὴ ζωή καὶ φύση τῆς περιοχῆς τῆς Μουργκάνας εἰσβάλλει στὰ Ἠπειρωτικὰ γράμματα ὁ Γιώργος Κουνδουρος. Δὲν εἶναι νέος. Εἶναι γεμάτα δροσιά καὶ χάρη ὅμως τ’ ἀφηγήματα τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ εἰκόνες ἡμερότητας τῶν ἀνθρωπίνων ἠθῶν πού ζοῦν πάνω στὰ τρομερά αὐτὰ βουνὰ, που ἡ μαρμαριγὴ τῶν κεραυνῶν θαμπώνει τὰ μάτια τους, μὰ δὲν ἀγγίζει τὴν καρδιά τους ὅ βρόντος τους.
Ἐγνώρισα τὸ Γιῶργο Κούνδουρο πρὸ πολλῶν ἐτῶν σὰν ἐπιτυχημένο ἐπιχειρηματία. Τὸν ἐξετίμησα ἀργότερα σάν φιλόπατρι Ποβλιώτη – ἀπὸ τὴν Πόβλα τῆς Θεσπρωτίας – ποὺ ξοδιάζονταν γιὰ τὸ χωριό του καὶ πού τέλος ἔγινε “σκεύος ἐκλογῆς” τοῦ εὐεργέτη τῆς Πόβλας στὴν Ἀμερικὴ Σπύρου Τσίγκου, πού μὲ 300.000 δολλάρια ἀναμόρφωσε κυριολεχτικὰ τὴ γενέτειρά του. Χωρίς τὴ μεσολάβηση τοῦ Κούνδουρου ἡ μετοχέτευση ἀμερικανικῶν δολλαρίων δέ θὰ γινόταν στὴν Πόβλα. Κι’ αὐτὸ τὸ λέει ὁ διαθέτης τους.
Ἀλλὰ τὸ Γιῶργο Κούνδουρο τὸν σιγόκαιγε κι ἕνα ἄλλο πάθος. “Ἔγραφε” ! Καὶ ὁταν σεμνὸς καὶ ταπεινὸς καὶ ἄτολμος, ὅπως εἶναι, μοῦ “ἔθεσε ὑπ’ ὄψει” τὰ χειρόγραφα του ἐσκέφθηκα πῶς “πάσα προσφορὰ δεκτὴ” εἶναι, ὅταν μάλιστα προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους, πού δέν ὑπεστησαν τὴν πολυχρόνια ἐκπαίδευση καὶ συνεπῶς τὸ γνήσιο αἴσθημά τους καὶ ἡ σκέψη τους δὲν ἔχουν διαστραφῆ ἀπὸ προσπάθεια γιά περίτεχνες διατυπώσεις ἐπίκτητης λογιοσύνης.
Καὶ δὲν ἔπεσα ἔξω. Γρήγορα καθὼς ἐδιάβαζα τά χειρόγραφά του, πέρασα ἀπὸ τὴ συγκατάβαση στὸν ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴ μακρυγιάννεια, σχεδὸν ἀποκάλυψη τῆς παραστατικῆς λαϊκῆς ἀφήγησης τῶν θεμάτων του.
Σὲ μιά σειρὰ ἀφηγημάτων του ὁ Γιῶργος Κούνδουρος μᾶς δίνει λαογνωστικὰ στοιχεῖα τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του Πόβλας Φιλιατῶν μὲ μορφὴ ἠθογραφικῶν εἰκόνων. Τὰ θέματα του εἶναι ἀπὸ βιώματα προσωπικὰ. Ἄλλα τοῦ καιροῦ “πού πολλά λέγανε καὶ πολλὰ μολογούσανε οἱ γερόντοι τοῦ χωριοῦ”. Ἐράσμιες μορφὲς γεροντικὲς, μανάδες καὶ γιαγιάδες. Ἑστιάδες ἥμερες θεότητες τῆς σκληρῆς Μουργκάνας. Ἠπειρώτισσες ἀναδεύουν μὲ γλυκύτητα σ’ αὐτὸ, τὸν ἀδυσώπητο χῶρο μὲ μιά εὐγένεια, ποὺ παλεύει ἐνάντια στὶς δυσιδαιμονίες καὶ τὶς προλήψεις καὶ τὸ φόβο καὶ ἐξαϋλώνονται δίνοντας τὴ μάχη γιὰ τὴν ἐπιβίωση.
Ἔτσι ξετυλίγονται παιδικές ἀναμνήσεις καὶ γεροντικές ἀφηγήσεις ποὺ ἀναφέρονται σέ ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς χωριανικῆς ζωῆς. Παπάδες καὶ ξωμάχοι, λαθροκυνηγοὶ, ποὺ σβαρνίζουν τ’ ἀγριογούρουνα μές’ στὴν ἐκκλησία καὶ ζητοῦν τὴ μεσολάβηση τοῦ παπᾶ γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τοὺς χωροφύλακες ποὺ τοὺς κυνηγοῦν δίνοντας γι’ ἀντάλλαγμα μερτικὸ στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν ἐπισκευή της.
Ἰσκιώματα καὶ φαντάσματα πού προξενοῦν φόβο ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ φόβο ὑπαρκτῶν ληστῶν καὶ κακούργων. Προλήψεις καὶ δυσιδαιμονίες, φυγόδικοι πού ριζώνουν σὲ χωριά στὶς τρίσβαθες χαραδρώσεις τῆς Μουργκάνας, χαμένα μέσα σέ ἀδιάσχιστα λόγγα, πού κατὰ τὴν παράδοση ἀνακαλύπτουν τό ’να τ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς καπνούς πού ἀναθρώσκουν. Ἡ γυναικεία περιέργεια καὶ πονηριά τῆς πρεσβυτέρας, ποὺ κρυφάκουγε τὸ ξομολόγημα κάτω στὸ κατώι καί πού “εἶχε ἀκούσει κι εἶχε ἀκούσει, ἀλλ’ αὐτὰ πού ἄκουσα σήμερα ἀπ’ αὐτὸν τὸν βρυκόλακα οὐτε τ’ ἄκουσα οὔτε θὰ τὰ ματακούσω, πού νᾶ μὴ τὸ πάει τὸ κεφάλι του ὁ μαγαρισμένος”.
Αὔτὴ ἡ ροὴ τῶν παραδόσεων μαζί μὲ τὰ βιώματα τοῦ συγγραφέα γίνονται σὲ καθάριο Ἠπειρωτικὸ λόγο τοῦ νοτίου λεγομένου γλωσσικοῦ ἰδιώματος (Θεσπρωτία, Βόρειο Ἤπειρο, Πωγώνι) ὅπου ὁ ἀναγνώστης χαίρεται τοὺς διαλόγους ἔτσι ἀτόφιοι καθὼς βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τῶν διαλεγομένων ἡρώων τῶν ἀφηγημάτων καὶ πού ἀπεικονίζουντὴν ἡμερότητα τῶν ἡθῶν καὶ τὴν εὐγένεια τῶν κατοίκων τῆς Μουργκάνας.
Ἀναποφάσιστος παντελῶς τῆς δομῆς τοῦ ἀρχαίου λόγου ὁ συγγραφέας μεταχειρίζεται σύνταξη “κατὰ παράταξιν” καὶ μᾶς μεταφέρει σκαλί – σκαλί στὴ μαγεία τῆς Ὀμηρικῆς τεχνοτροπίας μὲ ἀντίστοιχες σὰν αὐτὲς. “Αὐτᾶ τοῦ εἶπα καὶ μὲ πιάσανε τὰ “κλάματα”. “Ὁ παπᾶς ἀφοῦ φρόντισε νὰ τὶς φέρει σὲ λογαριασμὸ τοὺς εἶπε . . .”. “ Ἁὐτὰ τοῦς εἶπε ὁ Λίγιας ὁ λεβέντης”. “Ἁὐτὰ τοῦ εἶπε καὶ φώναξε τῆ γερόντισά του” καί: “ὡς εἰποῦσ’ ὑπὸ ποσσίν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα”, “ὡς εἰπῶν ἡγεῖθ’ …”, “τὴν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη” “ὡς δ’ ἄρα φωνήσας”, “τὸν δ’ οὖτε προσέειπε”.
Στὴν Ἠπειρωτικὴ Γραμματεία προσγράφεται ἕνα ἀκόμη βιβλίο, ποὺ εἰσφέρη στὴν λαογραφία καὶ τὴν ἠθογραφία πλούσια συγκομιδὴ στοιχείων μὲ ποητικὴ διάθεση ἀπὸ τ’ Ἀλλοτινὰ κι ἀξέχαστα τοῦ Ἠπειρωτικοῦ παρελθόντος.
Ἡ Ἠπειρωτικὴ Ἑταιρεία ἀπεκδέχεται τὴν προσφορά τοῦ πνευματικοῦ πονήματος καὶ τῆς δαπάνης τῆς ἐκδόσεως του ἀπὸ τὸν Ἑταῖρο της συγγραφέα καὶ εκφράζει θερμὲς πρὸς αὐτὸν εὐχαριστίες.
Α. Χ. ΜΑΜΜΟΠΟΥΛΟΣ †